- κάμαξ
- κάμαξ, -ακος, ὁ, ἡ (AM)μσν.το οριζόντιο μακρύ ξύλο τού κλουβιού, πάνω στο οποίο κουρνιάζουν όρνιθεςαρχ.1. πάσσαλος στον οποίο στήριζαν τα κλήματα2. κάθε μακρύ ξύλο, κοντάρι («ὁ κάμαξ πεύκης», Αισχύλ.)3. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) ὁ κάμαξτο κοντάρι τού δόρατος4. ο μοχλός για την περιστροφή τού πηδαλίου, δοιάκι, λαγουδέρα («γέρων... ὑπὸ λεπτῆ κάμακι τὰ τηλικαῦτα πηδάλια περιστρέφων», Λουκιαν.)5. κερκίδα, σαΐτα τού αργαλειού6. στον πληθ. οἱ, αἱ κάμακεςκουπιά που χρησιμοπιούνταν ως πηδάλιο7. (ειδ.) ο πάσσαλος τής σκηνής.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμ-αξ, που ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα *kam- «ράβδος» και εμφανίζει επίθημα -ᾰκ- (πρβλ. δόν-αξ, κλίμ-αξ). Η λ. συνδέεται με αρχ. ινδ. śamyā «ράβδος, καρφί», αρμεν. sami-k' «ζυγός», μέσο άνω γερμ. hāmel.ΠΑΡ. αρχ. καμακίας, καμάκινος, καμάκιοναρχ.-μσν.κάμακοςμσν.καμακίδιον].
Dictionary of Greek. 2013.